ντισιπλίνα

ντισιπλίνα
και δισιπλίνα, η (Μ ντισιπλίνα και δισιπλίνα)
τιμωρία
μσν.
αυτοτιμωρία με μαστίγιο, φραγγέλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. disciplina «πειθαρχία, ποινή, μαστίγωση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”